- παράτρητος
- παρά-τρητος, ον,A pierced at the side, αὐλὸς π., of a flute used for mournful airs, Poll.4.81 ; π. αὐλίσκος an injecting tube, Ruf. ap. Orib.8.24.62 ; π. πόροι Antyll.ib.50.3.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παράτρητος — ον, Α 1. τρυπημένος στα πλάγια, διάτρητος κατά τα πλάγια («αὐλοὶ παράτρητοι», Πολυδ.) 2. φρ. α) «παράτρητος αὐλίσκος» μικρός σωλήνας, σύριγγα για ενέσεις φαρμάκων β) «παράτρητος πόρος» πόρος, οπή ανοιγμένη στα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * +… … Dictionary of Greek
παράτρητοι — παράτρητος pierced at the side masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)